- βλαισωσις
- βλαίσωσις-εως ἥ досл. искривление, перегибание, перен. (о суждении) толкование в двух противоположных смыслах Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βλαίσωσις — retorting of a dilemma fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαίσωση — η (Α βλαίσωσις) [βλαισούμαι] η βλαισότητα αρχ. σχήμα του ρητορικού λόγου είναι η παράταξη δύο αντίθετων προτάσεων κάθε μία από τις οποίες ακολουθείται από δύο αντίθετα συμπεράσματα … Dictionary of Greek
βλαισώσεως — βλαισώσεω̆ς , βλαίσωσις retorting of a dilemma fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)